αποστηριζομαι

αποστηριζομαι
    ἀποστηρίζομαι
    ἀπο-στηρίζομαι
    напирать, упирать(ся), опираться
    

(τινι, ἔν τινι и πρός τι Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αποστηριζομαι" в других словарях:

  • αποστηρίζομαι — ἀποστηρίζομαι (Α) 1. στερεώνω σταθερά 2. στηρίζομαι σταθερά 3. (για ασθένειες) βεβαιώνομαι 2. (για τους χυμούς του σώματος) μετατοπίζομαι, συγκεντρώνομαι σ ένα σημείο …   Dictionary of Greek

  • ἀποστηριζόμενον — ἀποστηρίζομαι fix firmly pres part mp masc acc sg ἀποστηρίζομαι fix firmly pres part mp neut nom/voc/acc sg ἀποστηρίζομαι fix firmly pres part mp masc acc sg ἀποστηρίζομαι fix firmly pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστηρίζει — ἀποστηρίζομαι fix firmly pres ind mp 2nd sg ἀποστηρίζομαι fix firmly pres ind mp 2nd sg ἀποστηρίζομαι fix firmly pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστηριζομένου — ἀποστηρίζομαι fix firmly pres part mp masc/neut gen sg ἀποστηρίζομαι fix firmly pres part mp masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστηριζόμενοι — ἀποστηρίζομαι fix firmly pres part mp masc nom/voc pl ἀποστηρίζομαι fix firmly pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστηριζόμενος — ἀποστηρίζομαι fix firmly pres part mp masc nom sg ἀποστηρίζομαι fix firmly pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστηριχθείσης — ἀποστηρίζομαι fix firmly aor part mp fem gen sg (attic epic ionic) ἀποστηρίζομαι fix firmly aor part pass fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστηρίζεσθαι — ἀποστηρίζομαι fix firmly pres inf mp ἀποστηρίζομαι fix firmly pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστηρίζεται — ἀποστηρίζομαι fix firmly pres ind mp 3rd sg ἀποστηρίζομαι fix firmly pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστηρίζονται — ἀποστηρίζομαι fix firmly pres ind mp 3rd pl ἀποστηρίζομαι fix firmly pres ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεστήρικτο — ἀποστηρίζομαι fix firmly plup ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»